http://www.artscape.gr/theatre/live-reports/625-und
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο, 05 Ιανουαρίου 2013 18:53
- Γράφτηκε από τον/την Βασίλη Λορεντζάκη
5-1-2013 Στρατόπεδο Κόδρα, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το ορθό σκηνοθετικό ένστικτο
Η Und
είναι αδημοσίευτος στην Ελλάδα, θεατρικός μονόλογος του Βρετανού
συγγραφέα Howard Barker που με πολύ μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα
μετέφρασε η καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, Έλση Σακελλαρίδου. Η Und είναι μία μοναχική γυναίκα, Εβραία, που περιμένει, κλεισμένη στο διαμέρισμα της, τον εραστή της. Καθώς η αναμονή μεγαλώνει, η Und
μονολογεί. Παίζει με τις μνήμες, τις επιθυμίες, τις ταραγμένες
διαθέσεις, την διχασμένη συνείδηση. Προσπαθεί να διατηρήσει την
ακεραιότητα και την αποφασιστικότητα της αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Παρά
ταύτα ποτέ δεν λυγίζει, ποτέ δεν σταματά, ποτέ δεν παύει να επιμένει.
Και όταν ο εραστής της φθάνει, τόσο ελκυστικός όσο και βίαιος, η Und δεν παραιτείται στην δική του επιθυμία αλλά ωθεί την πρόκληση και την εμμονή της στα άκρα. Αυτήν την ακραία κατάσταση, με την Und
έγκλειστη στην εσωτερικότητα του διαμερίσματος της, της εσωτερικότητας
της, και με τον άγνωστο, απροσδιόριστο αλλά παράφορο εραστή της που τις
σπάει τα τζάμια το ένα μετά το άλλο έξω από το διαμέρισμα, από την
σκηνή, περιγράφει το κείμενο του Barker, με τρόπο απόλυτο, σχεδόν
καταλυτικό.
Αν και το πρόσωπο της Und παραμένει χωρίς ιστορικό χρόνο, η ηχητική συνδιαλλαγή της σκηνής με τα τεκταινόμενα έξω από αυτήν μετατρέπει το κείμενο σε πεδίο σύγκρουσης μεταξύ της Und και του εραστή της και του προσδίδει την καίρια ιστορική προοπτική. Η περιγραφή ανακαλεί τις ναζιστικές επιθέσεις στην δεκαετία του τριάντα κατά των Εβραίων στην Γερμανία, γνωστές ως Κρυστάλλινες Νύκτες, όνομα προερχόμενο από τα τζάμια των σπιτιών και των καταστημάτων των Εβραίων που σπάζονταν προς εκφοβισμό. Η Und, λοιπόν, ως Εβραία, απειλείται από την επίθεση του εραστή της με τον οποίο συνδέεται σε μία σχέση μαζοχιστικής έλξης – απώθησης. Το θέμα του Barker, πέρα από την ανάλυση της συνειδησιακής αποσπασματικότητας και την διάσταση του ανθρώπου από το Εγώ του, διευρύνεται περαιτέρω με την προβληματική της επιθυμίας ως πεδίο κατάλυσης της υπαρξιακής αυτονομίας και μετατροπή της σε βίαιη σχέση εξάρτησης, όπου αναδύεται ο φόβος και η αγωνία για τον άλλο, το Εγώ και το Άλλο του Εγώ. Το όνομα, άλλωστε, Und σημαίνει στα γερμανικά το «και», δηλώνει, δηλαδή, το μεταίχμιο εντός του οποίου αιωρείται μεταξύ των δύο υποστάσεων του υποκειμένου όσο και μεταξύ του ενός υποκειμένου από το άλλο.
Ο Διονύσης Καραθανάσης έστησε μία καλά δομημένη παράσταση. Υπακούοντας σε ένα ορθό ένστικτο, διέκρινε την Und σε δύο πρόσωπα, διαισθανόμενος το πρόβλημα της δισυπόστατης συγκρότησης του Εγώ που αναπτύσσει ο Βarker μέσα από το έργο. Συνέδεσε τα πρόσωπα αυτά με έναν νοητό ομφάλιο λώρο που στην παράσταση αισθητοποιείται μέσω της σύνδεσης των φορεμάτων των δύο ηθοποιών με το μακρύ, καλαίσθητο ύφασμα γύρω από τη μέση τους. Τις εγκλώβισε σε ένα περιορισμένο, περίκλειστο χώρο και αντιπαρέθεσε συμπληρωματικά τη μία στην άλλη, ενίοτε και την μία ενάντια στην άλλη, παράγοντας σκηνικές κινήσεις γεωμετρικά δομημένες. Επέλεξε, επίσης, να εκφραστεί με λιτότητα και προσοχή τόσο στα σχήματα όσο και στα μεγέθη. Αυτές οι αδρές δομές ταίριαξαν και με το ύφος του έργου αλλά και με την εργασία των υπολοίπων συντελεστών, τις εγκαταστάσεις των γυαλικών και των ήχων από το βάθος της σκηνής. Δεδομένου ότι το Στρατόπεδο Κόδρα δεν προσφέρει τις τεχνικές δυνατότητες ενός κανονικού θεάτρου, είναι γεγονός ότι το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης είναι ικανοποιητικό, εκτός, ασφαλώς, του φωτισμού που υπήρξε το κυριότερο θύμα της τεχνικής ανεπάρκειας του χώρου.
Από κει και πέρα υπήρχαν αρκετές θεατρικές λύσεις που βοήθησαν να αποδοθεί το σύνθετο νόημα του έργου του Barker. Ένα μικρό τραπέζι στο κέντρο της σκηνής δίνει την αφορμή στις δύο Und να παίξουν με τα σύμβολα: το τσάι που απευθύνεται σε δύο (στο Άλλο ή στον αναμενόμενο;), η τεχνική του καθρέπτη που οξύνει τις αντιστοιχίες των δύο προσώπων και τις παραλληλίζει, το χώμα που απελευθερώνεται και καταλαμβάνει την επιφάνεια, ακόμα και ο ψυχρός φωτισμός neon που εντείνει την αποτύπωση της ψυχικής έντασης λίγο πριν το τέλος. Σημαντική λειτουργία έπαιξαν και οι κατασκευές που βοήθησαν την παράσταση να αποκτήσει τον αληθοφανή χαρακτήρα της: τα κουδούνια που – τοποθετημένα σε διάφορα σημεία του δαπέδου – επέτρεπαν στα πρόσωπα της Und να αναγγέλλουν και να υπογραμμίζουν την αγωνία της επίμονης αναζήτησης ή καταδίωξης του αναμενόμενου αλλά και τα σκοινιά που συγκρατούσαν τα γυαλιά και έπεφταν με τον χαρακτηριστικό ήχο του σπασίματος. Πολύ καλή είναι και η σκηνή του τέλους στην οποία τα δύο πρόσωπα της Und τυλίγονται με το μακρύ ύφασμα που τις συνδέει και σχηματίζουν ένα ενιαίο σώμα, με δύο όψεις, σαν τον θεό Ιανό.
Το κυριότερο μειονέκτημα ήταν ότι οι ίδιες τεχνικές μπορεί να αποτελέσουν και πρόβλημα. Η ακραία λιτότητα προκαλεί αμηχανία στις κινήσεις και η ανάγκη να γεμίσουν οι ηθοποιοί την παρουσία τους στη σκηνή οδηγούσε ενίοτε σε υπερθεματισμό της φωνητικής ή κινητικής έκφρασης τους. Το κείμενο προσέφερε πολλές δυνατότητες που δεν αξιοποιήθηκαν τόσο στη χρήση των συμβολισμών όσο και στην χρήση των ψυχικών εντάσεων. Είναι αμφίβολο αν έγιναν πλήρως κατανοητές στους θεατές οι ιστορικές ή εννοιολογικές διαστάσεις του κειμένου ούτε το τι διακυβευόταν σε αυτό το έργο. Η Und δεν είναι ένα δράμα δωματίου ούτε απλώς μία ξεπεσμένη υστερική αστή αλλά μία πανανθρώπινη συνθήκη και ως προς αυτό αφορά ευρύτερα το σήμερα με τρόπο επιτακτικό. Για να γίνει κατανοητή έτσι χρειάζεται να οξύνεται η ένταση της θεατρικής της απόδοσης κατά τρόπο που να εμφανίζεται στη σκηνή το πάθος και όχι μόνο η αμφιταλάντευση της, η αβυσσαλέα αντίφαση μεταξύ του φόβου που της ασκεί το κακό και το μηδέν και της παράλογης έλξης που της προκαλεί η πτώση.
Η Αλεξάνδρα Σίμου έλαβε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του μονολόγου στηρίζοντας το ένα πρόσωπο της Und. Εκφράζοντας μάλλον έναν διφυή ψυχικό διαχωρισμό, αποτύπωσε τις συγκινησιακές διαθέσεις της Und με τρόπο εξίσου ασταθή, εύθραυστο και ευάλωτο. Προσπάθησε με ειλικρίνεια να αποδώσει πλήθος αποχρώσεων με την λεπτή φωνή της επιτονίζοντας άλλοτε σε υψηλές κλίμακες και άλλοτε σε χαμηλές. Αυτές οι εναλλαγές στο μεγαλύτερο μέρος τους συνταίριαζαν με την φυσιογνωμία της Und και μπορούσαν να αναδείξουν την απότομη εναλλαγή των διαθέσεων της φωτίζοντας την ιλιγγιώδη πορεία των καταστάσεων. Ως φωνητική τεχνική, όμως, είναι αρκετά σύνθετη, χρειάζεται μακρά προσπάθεια και επιμονή με την άσκηση της αναπνοής ώστε να αντέξει σωματικά η ερμηνεία την πίεση που της ασκείται από τα όργανα. Παρότι η επιλογή να αποδοθεί η Und με αυτήν την τεχνική ήταν δύσκολη και το αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία, υπήρξαν στιγμές που η ερμηνευτική της έφτασε σε υψηλό σημείο και απέδιδε ευαίσθητες χορδές.
Η Δήμητρα Σιάχου εξέφρασε την άλλη πλευρά της Und, την σταθερή, την αποφασιστική. Η φωνή της ανέδειξε την ψυχική δύναμη και την καθαρότητα των εντάσεων της μέσα από την ορθή χρήση του διαφράγματος και την μακρότητα της αναπνοής – πράγμα που συμπλήρωνε την δωρική εκφραστικότητα του συνόλου της παράστασης. Η παρουσία της διακρίθηκε από μεγάλη προσοχή και μέριμνα για την ορθότητα του στησίματος και την ευλυγισία των κινήσεων. Κατάφερε να αποφύγει με την σταθερότητα της υποκριτικής της την αμηχανία και την ακαμψία των μακρών στιγμών σιωπής που διαδέχονταν τους επάλληλους μονολόγους των προσώπων της Und. Αν και εξέφραζε μία ελαφρώς σχηματική διάσταση της συνειδησιακής συγκρότησης της Und, δεν ήταν ανέφικτη η απόδοση ευρύτερων αποχρώσεων όπως η ένταση της αγωνίας, το πάθος για ακεραιότητα αλλά και η μεγάλη ευαισθησία.
Αν και το πρόσωπο της Und παραμένει χωρίς ιστορικό χρόνο, η ηχητική συνδιαλλαγή της σκηνής με τα τεκταινόμενα έξω από αυτήν μετατρέπει το κείμενο σε πεδίο σύγκρουσης μεταξύ της Und και του εραστή της και του προσδίδει την καίρια ιστορική προοπτική. Η περιγραφή ανακαλεί τις ναζιστικές επιθέσεις στην δεκαετία του τριάντα κατά των Εβραίων στην Γερμανία, γνωστές ως Κρυστάλλινες Νύκτες, όνομα προερχόμενο από τα τζάμια των σπιτιών και των καταστημάτων των Εβραίων που σπάζονταν προς εκφοβισμό. Η Und, λοιπόν, ως Εβραία, απειλείται από την επίθεση του εραστή της με τον οποίο συνδέεται σε μία σχέση μαζοχιστικής έλξης – απώθησης. Το θέμα του Barker, πέρα από την ανάλυση της συνειδησιακής αποσπασματικότητας και την διάσταση του ανθρώπου από το Εγώ του, διευρύνεται περαιτέρω με την προβληματική της επιθυμίας ως πεδίο κατάλυσης της υπαρξιακής αυτονομίας και μετατροπή της σε βίαιη σχέση εξάρτησης, όπου αναδύεται ο φόβος και η αγωνία για τον άλλο, το Εγώ και το Άλλο του Εγώ. Το όνομα, άλλωστε, Und σημαίνει στα γερμανικά το «και», δηλώνει, δηλαδή, το μεταίχμιο εντός του οποίου αιωρείται μεταξύ των δύο υποστάσεων του υποκειμένου όσο και μεταξύ του ενός υποκειμένου από το άλλο.
Ο Διονύσης Καραθανάσης έστησε μία καλά δομημένη παράσταση. Υπακούοντας σε ένα ορθό ένστικτο, διέκρινε την Und σε δύο πρόσωπα, διαισθανόμενος το πρόβλημα της δισυπόστατης συγκρότησης του Εγώ που αναπτύσσει ο Βarker μέσα από το έργο. Συνέδεσε τα πρόσωπα αυτά με έναν νοητό ομφάλιο λώρο που στην παράσταση αισθητοποιείται μέσω της σύνδεσης των φορεμάτων των δύο ηθοποιών με το μακρύ, καλαίσθητο ύφασμα γύρω από τη μέση τους. Τις εγκλώβισε σε ένα περιορισμένο, περίκλειστο χώρο και αντιπαρέθεσε συμπληρωματικά τη μία στην άλλη, ενίοτε και την μία ενάντια στην άλλη, παράγοντας σκηνικές κινήσεις γεωμετρικά δομημένες. Επέλεξε, επίσης, να εκφραστεί με λιτότητα και προσοχή τόσο στα σχήματα όσο και στα μεγέθη. Αυτές οι αδρές δομές ταίριαξαν και με το ύφος του έργου αλλά και με την εργασία των υπολοίπων συντελεστών, τις εγκαταστάσεις των γυαλικών και των ήχων από το βάθος της σκηνής. Δεδομένου ότι το Στρατόπεδο Κόδρα δεν προσφέρει τις τεχνικές δυνατότητες ενός κανονικού θεάτρου, είναι γεγονός ότι το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης είναι ικανοποιητικό, εκτός, ασφαλώς, του φωτισμού που υπήρξε το κυριότερο θύμα της τεχνικής ανεπάρκειας του χώρου.
Από κει και πέρα υπήρχαν αρκετές θεατρικές λύσεις που βοήθησαν να αποδοθεί το σύνθετο νόημα του έργου του Barker. Ένα μικρό τραπέζι στο κέντρο της σκηνής δίνει την αφορμή στις δύο Und να παίξουν με τα σύμβολα: το τσάι που απευθύνεται σε δύο (στο Άλλο ή στον αναμενόμενο;), η τεχνική του καθρέπτη που οξύνει τις αντιστοιχίες των δύο προσώπων και τις παραλληλίζει, το χώμα που απελευθερώνεται και καταλαμβάνει την επιφάνεια, ακόμα και ο ψυχρός φωτισμός neon που εντείνει την αποτύπωση της ψυχικής έντασης λίγο πριν το τέλος. Σημαντική λειτουργία έπαιξαν και οι κατασκευές που βοήθησαν την παράσταση να αποκτήσει τον αληθοφανή χαρακτήρα της: τα κουδούνια που – τοποθετημένα σε διάφορα σημεία του δαπέδου – επέτρεπαν στα πρόσωπα της Und να αναγγέλλουν και να υπογραμμίζουν την αγωνία της επίμονης αναζήτησης ή καταδίωξης του αναμενόμενου αλλά και τα σκοινιά που συγκρατούσαν τα γυαλιά και έπεφταν με τον χαρακτηριστικό ήχο του σπασίματος. Πολύ καλή είναι και η σκηνή του τέλους στην οποία τα δύο πρόσωπα της Und τυλίγονται με το μακρύ ύφασμα που τις συνδέει και σχηματίζουν ένα ενιαίο σώμα, με δύο όψεις, σαν τον θεό Ιανό.
Το κυριότερο μειονέκτημα ήταν ότι οι ίδιες τεχνικές μπορεί να αποτελέσουν και πρόβλημα. Η ακραία λιτότητα προκαλεί αμηχανία στις κινήσεις και η ανάγκη να γεμίσουν οι ηθοποιοί την παρουσία τους στη σκηνή οδηγούσε ενίοτε σε υπερθεματισμό της φωνητικής ή κινητικής έκφρασης τους. Το κείμενο προσέφερε πολλές δυνατότητες που δεν αξιοποιήθηκαν τόσο στη χρήση των συμβολισμών όσο και στην χρήση των ψυχικών εντάσεων. Είναι αμφίβολο αν έγιναν πλήρως κατανοητές στους θεατές οι ιστορικές ή εννοιολογικές διαστάσεις του κειμένου ούτε το τι διακυβευόταν σε αυτό το έργο. Η Und δεν είναι ένα δράμα δωματίου ούτε απλώς μία ξεπεσμένη υστερική αστή αλλά μία πανανθρώπινη συνθήκη και ως προς αυτό αφορά ευρύτερα το σήμερα με τρόπο επιτακτικό. Για να γίνει κατανοητή έτσι χρειάζεται να οξύνεται η ένταση της θεατρικής της απόδοσης κατά τρόπο που να εμφανίζεται στη σκηνή το πάθος και όχι μόνο η αμφιταλάντευση της, η αβυσσαλέα αντίφαση μεταξύ του φόβου που της ασκεί το κακό και το μηδέν και της παράλογης έλξης που της προκαλεί η πτώση.
Η Αλεξάνδρα Σίμου έλαβε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του μονολόγου στηρίζοντας το ένα πρόσωπο της Und. Εκφράζοντας μάλλον έναν διφυή ψυχικό διαχωρισμό, αποτύπωσε τις συγκινησιακές διαθέσεις της Und με τρόπο εξίσου ασταθή, εύθραυστο και ευάλωτο. Προσπάθησε με ειλικρίνεια να αποδώσει πλήθος αποχρώσεων με την λεπτή φωνή της επιτονίζοντας άλλοτε σε υψηλές κλίμακες και άλλοτε σε χαμηλές. Αυτές οι εναλλαγές στο μεγαλύτερο μέρος τους συνταίριαζαν με την φυσιογνωμία της Und και μπορούσαν να αναδείξουν την απότομη εναλλαγή των διαθέσεων της φωτίζοντας την ιλιγγιώδη πορεία των καταστάσεων. Ως φωνητική τεχνική, όμως, είναι αρκετά σύνθετη, χρειάζεται μακρά προσπάθεια και επιμονή με την άσκηση της αναπνοής ώστε να αντέξει σωματικά η ερμηνεία την πίεση που της ασκείται από τα όργανα. Παρότι η επιλογή να αποδοθεί η Und με αυτήν την τεχνική ήταν δύσκολη και το αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία, υπήρξαν στιγμές που η ερμηνευτική της έφτασε σε υψηλό σημείο και απέδιδε ευαίσθητες χορδές.
Η Δήμητρα Σιάχου εξέφρασε την άλλη πλευρά της Und, την σταθερή, την αποφασιστική. Η φωνή της ανέδειξε την ψυχική δύναμη και την καθαρότητα των εντάσεων της μέσα από την ορθή χρήση του διαφράγματος και την μακρότητα της αναπνοής – πράγμα που συμπλήρωνε την δωρική εκφραστικότητα του συνόλου της παράστασης. Η παρουσία της διακρίθηκε από μεγάλη προσοχή και μέριμνα για την ορθότητα του στησίματος και την ευλυγισία των κινήσεων. Κατάφερε να αποφύγει με την σταθερότητα της υποκριτικής της την αμηχανία και την ακαμψία των μακρών στιγμών σιωπής που διαδέχονταν τους επάλληλους μονολόγους των προσώπων της Und. Αν και εξέφραζε μία ελαφρώς σχηματική διάσταση της συνειδησιακής συγκρότησης της Und, δεν ήταν ανέφικτη η απόδοση ευρύτερων αποχρώσεων όπως η ένταση της αγωνίας, το πάθος για ακεραιότητα αλλά και η μεγάλη ευαισθησία.